αποθεματικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποθεματικό τα αποθεματικά
      γενική του αποθεματικού των αποθεματικών
    αιτιατική το αποθεματικό τα αποθεματικά
     κλητική αποθεματικό αποθεματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθεματικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αποθεματικό ουδέτερο

  • (οικονομία) το κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα καθαρά κέρδη μιας επιχείρησης για την κάλυψη ενδεχομένων ζημιών

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.