αποθεματοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθεματοποιώ < απόθεμα + -ο- + -ποιώ

Ρήμα

αποθεματοποιώ (παθητική φωνή: αποθεματοποιούμαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.