απροσδιοριστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απροσδιοριστία οι απροσδιοριστίες
      γενική της απροσδιοριστίας των απροσδιοριστιών
    αιτιατική την απροσδιοριστία τις απροσδιοριστίες
     κλητική απροσδιοριστία απροσδιοριστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απροσδιοριστία < απροσδιόριστος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indétermination)

Ουσιαστικό

απροσδιοριστία θηλυκό

  1. ο μη προσδιορισμός μιας έννοιας ή ενός μεγέθους
  2. (φυσική, στην κβαντομηχανική) η αρχή της απροδιοριστίας δηλώνει πως ένα ζεύγος τιμών-φυσικών ποσοτήτων ενός σωματιδίου, όπως η θέση και η ταχύτητα ή ορμή του, δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, ακόμα κι αν έχουν καθοριστεί οι αρχικές συνθήκες της κίνησής του· σύμφωνα με την αρχή, το γινόμενο της αβεβαιότητας της θέσης του σωματιδίου με την αβεβαιότητα της ορμής του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια γενική σταθερά, πράγμα που σημαίνει ότι με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορίζεται η θέση, τόσο πιο μεγάλο είναι το πιθανό σφάλμα στην πρόβλεψη της ορμής και αντίστροφα
  3. (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) έννοια που εισήχθη στο κοινωνιολογικό λεξιλόγιο από τον Γερμανό φορμαλιστή Μαξ Βέμπερ (Max Weber) και σημαίνει την αποτελεσματική τυχαιότητα ύστερα από ένωση πολλών κανονικοτήτων ή πιο απλουστευμένα παρέκκλιση από τον επιστημονικό κανόνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.