φορμαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φορμαλιστής | οι | φορμαλιστές |
| γενική | του | φορμαλιστή | των | φορμαλιστών |
| αιτιατική | τον | φορμαλιστή | τους | φορμαλιστές |
| κλητική | φορμαλιστή | φορμαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορμαλιστής < γαλλική formalist
Ουσιαστικό
φορμαλιστής αρσενικό και η φορμαλίστρια (θηλυκό)
- αυτός που συνειδητά ή ενστικτωδώς τάσσεται υπέρ του φορμαλισμού, υπέρ κυρίως των τύπων και της μορφής παρά της ουσίας σε διάφορους τομείς -τέχνης, θρησκείας κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.