προσδιορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσδιορίζομαι | προσδιοριζόμουν(α) | θα προσδιορίζομαι | να προσδιορίζομαι | ||
| β' ενικ. | προσδιορίζεσαι | προσδιοριζόσουν(α) | θα προσδιορίζεσαι | να προσδιορίζεσαι | (προσδιορίζου) | |
| γ' ενικ. | προσδιορίζεται | προσδιοριζόταν(ε) | θα προσδιορίζεται | να προσδιορίζεται | ||
| α' πληθ. | προσδιοριζόμαστε | προσδιοριζόμαστε προσδιοριζόμασταν |
θα προσδιοριζόμαστε | να προσδιοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσδιορίζεστε | προσδιοριζόσαστε προσδιοριζόσασταν |
θα προσδιορίζεστε | να προσδιορίζεστε | (προσδιορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προσδιορίζονται | προσδιορίζονταν προσδιοριζόντουσαν |
θα προσδιορίζονται | να προσδιορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσδιορίστηκα | θα προσδιοριστώ | να προσδιοριστώ | προσδιοριστεί | ||
| β' ενικ. | προσδιορίστηκες | θα προσδιοριστείς | να προσδιοριστείς | προσδιορίσου | ||
| γ' ενικ. | προσδιορίστηκε | θα προσδιοριστεί | να προσδιοριστεί | |||
| α' πληθ. | προσδιοριστήκαμε | θα προσδιοριστούμε | να προσδιοριστούμε | |||
| β' πληθ. | προσδιοριστήκατε | θα προσδιοριστείτε | να προσδιοριστείτε | προσδιοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | προσδιορίστηκαν προσδιοριστήκαν(ε) |
θα προσδιοριστούν(ε) | να προσδιοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσδιοριστεί | είχα προσδιοριστεί | θα έχω προσδιοριστεί | να έχω προσδιοριστεί | προσδιορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσδιοριστεί | είχες προσδιοριστεί | θα έχεις προσδιοριστεί | να έχεις προσδιοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσδιοριστεί | είχε προσδιοριστεί | θα έχει προσδιοριστεί | να έχει προσδιοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσδιοριστεί | είχαμε προσδιοριστεί | θα έχουμε προσδιοριστεί | να έχουμε προσδιοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσδιοριστεί | είχατε προσδιοριστεί | θα έχετε προσδιοριστεί | να έχετε προσδιοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσδιοριστεί | είχαν προσδιοριστεί | θα έχουν προσδιοριστεί | να έχουν προσδιοριστεί | ||
Μεταφράσεις
προσδιορίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.