αποχυμωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποχυμωτής οι αποχυμωτές
      γενική του αποχυμωτή των αποχυμωτών
    αιτιατική τον αποχυμωτή τους αποχυμωτές
     κλητική αποχυμωτή αποχυμωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχυμωτής < απο- + χυμός + -ωτής

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.çi.moˈtis/

Ουσιαστικό

αποχυμωτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.