αποχυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχυμένος η αποχυμένη το αποχυμένο
      γενική του αποχυμένου της αποχυμένης του αποχυμένου
    αιτιατική τον αποχυμένο την αποχυμένη το αποχυμένο
     κλητική αποχυμένε αποχυμένη αποχυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχυμένοι οι αποχυμένες τα αποχυμένα
      γενική των αποχυμένων των αποχυμένων των αποχυμένων
    αιτιατική τους αποχυμένους τις αποχυμένες τα αποχυμένα
     κλητική αποχυμένοι αποχυμένες αποχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποχυμένος < απο- + χυμένος

Μετοχή

αποχυμένος, -η, -ο

  1. (ιχθυολογία) που μόλις έχει αποθέσει τα αβγά
  2. (μεταφορικά) καταβεβλημένος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χύνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.