απόχυμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόχυμα | τα | αποχύματα |
| γενική | του | αποχύματος | των | αποχυμάτων |
| αιτιατική | το | απόχυμα | τα | αποχύματα |
| κλητική | απόχυμα | αποχύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόχυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόχυμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.çi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐χυ‐μα
Ουσιαστικό
απόχυμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
απόχυμα
|
|
Πηγές
- απόχυμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.