απορροφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απορροφημένος | η | απορροφημένη | το | απορροφημένο |
| γενική | του | απορροφημένου | της | απορροφημένης | του | απορροφημένου |
| αιτιατική | τον | απορροφημένο | την | απορροφημένη | το | απορροφημένο |
| κλητική | απορροφημένε | απορροφημένη | απορροφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απορροφημένοι | οι | απορροφημένες | τα | απορροφημένα |
| γενική | των | απορροφημένων | των | απορροφημένων | των | απορροφημένων |
| αιτιατική | τους | απορροφημένους | τις | απορροφημένες | τα | απορροφημένα |
| κλητική | απορροφημένοι | απορροφημένες | απορροφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απορροφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απορροφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.