absorbed
Αγγλικά
(en)
Ρηματικός τύπος
absorbed
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
absorb
Επίθετο
absorbed
(en)
απορροφημένος
(π.χ. στις σκέψεις του)
≈
συνώνυμα
:
engrossed
απορροφημένος
από ένα
πορώδες
υλικό η μη
ανακλώμενη
ακτινοβολία (για
φως
,
ακτίνες
), το μη ανακλώμενο
χρώμα
≈
συνώνυμα
:
imbibed
(
βοτανική
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.