απολεσθείς
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.leˈsθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λε‐σθείς
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολεσθείς & απολεσθέντας |
η | απολεσθείσα | το | απολεσθέν |
| γενική | του | απολεσθέντος & απολεσθέντα |
της | απολεσθείσας & απολεσθείσης* |
του | απολεσθέντος |
| αιτιατική | τον | απολεσθέντα | την | απολεσθείσα | το | απολεσθέν |
| κλητική | απολεσθείς & απολεσθέντα |
απολεσθείσα | απολεσθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολεσθέντες | οι | απολεσθείσες | τα | απολεσθέντα |
| γενική | των | απολεσθέντων | των | απολεσθεισών | των | απολεσθέντων |
| αιτιατική | τους | απολεσθέντες | τις | απολεσθείσες | τα | απολεσθέντα |
| κλητική | απολεσθέντες | απολεσθείσες | απολεσθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- απολεσθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολεσθείς, μετοχή παθητικού αορίστου (ἀπώλεσα) του ρήματος ἀπόλλυμι
- Δείτε και το ουσιαστικοποιημένο απολεσθέντα.
Μετοχή
απολεσθείς, -είσα, -έν
Συνώνυμα
- απολεσμένος
- χαμένος
Παράγωγα
- απολεσθέντα (ουδέτερο πληθυντικός)
Μεταφράσεις
απολεσθείς
|
Ετυμολογία 2
- απολεσθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
απολεσθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου (απολεσθώ) παθητικής φωνής του απολλύω
Πηγές
- απολεσθείς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απολεσθείς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απολεσθείς, απολεσμένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.