ἀπόλλυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀπόλλυμι & ἀπόλλύω   ἀπόλλυμαι 
Παρατατικός  ἀπώλλυν & ἀπώλλυον   ἀπωλλύμην 
Μέλλοντας  ἀπολέσω & ἀπολῶ (αττ.)   ἀπολοῦμαι 
Αόριστος  ἀπώλεσα   ἀπωλόμην 
Παρακείμενος  ἀπολώλεκα   ἀπόλωλα 
Υπερσυντέλικος  ἀπολώλειν & ἀπωλώλειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἀπόλλυμι < ἀπ- + ὄλλυμι

Ρήμα

ἀπόλλυμι

  1. καταστρέφω
  2. αφανίζω
      πανωλεθρίᾳ δὴ τὸ λεγόμενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο [εστί] Θουκιδίδης βιβλίο Ζ LXXXVII
  3. ερημώνω
  4. χάνομαι

Παράγωγα

  • ἀπώλεια
  • ...

εκφράσεις

  • ἀπολωλὸς πρόβατον

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.