αποδιοργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδιοργάνωση | οι | αποδιοργανώσεις |
| γενική | της | αποδιοργάνωσης* | των | αποδιοργανώσεων |
| αιτιατική | την | αποδιοργάνωση | τις | αποδιοργανώσεις |
| κλητική | αποδιοργάνωση | αποδιοργανώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιοργανώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδιοργάνωση < απο- + διοργάνωση
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ði.oɾˈɣa.no.si/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αποδιοργάνωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.