αποδιοργανώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδιοργανώνω < από + διοργανώνω
Ρήμα
αποδιοργανώνω
- καταστρέφω την οργάνωση, κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τον ρυθμό της εργασίας ή της ζωής του
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αποδιοργάνωση
- αποδιοργανωτικός
- αποδιοργάνωτος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδιοργανώνω | αποδιοργάνωνα | θα αποδιοργανώνω | να αποδιοργανώνω | αποδιοργανώνοντας | |
| β' ενικ. | αποδιοργανώνεις | αποδιοργάνωνες | θα αποδιοργανώνεις | να αποδιοργανώνεις | αποδιοργάνωνε | |
| γ' ενικ. | αποδιοργανώνει | αποδιοργάνωνε | θα αποδιοργανώνει | να αποδιοργανώνει | ||
| α' πληθ. | αποδιοργανώνουμε | αποδιοργανώναμε | θα αποδιοργανώνουμε | να αποδιοργανώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποδιοργανώνετε | αποδιοργανώνατε | θα αποδιοργανώνετε | να αποδιοργανώνετε | αποδιοργανώνετε | |
| γ' πληθ. | αποδιοργανώνουν(ε) | αποδιοργάνωναν αποδιοργανώναν(ε) |
θα αποδιοργανώνουν(ε) | να αποδιοργανώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδιοργάνωσα | θα αποδιοργανώσω | να αποδιοργανώσω | αποδιοργανώσει | ||
| β' ενικ. | αποδιοργάνωσες | θα αποδιοργανώσεις | να αποδιοργανώσεις | αποδιοργάνωσε | ||
| γ' ενικ. | αποδιοργάνωσε | θα αποδιοργανώσει | να αποδιοργανώσει | |||
| α' πληθ. | αποδιοργανώσαμε | θα αποδιοργανώσουμε | να αποδιοργανώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδιοργανώσατε | θα αποδιοργανώσετε | να αποδιοργανώσετε | αποδιοργανώστε | ||
| γ' πληθ. | αποδιοργάνωσαν αποδιοργανώσαν(ε) |
θα αποδιοργανώσουν(ε) | να αποδιοργανώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδιοργανώσει | είχα αποδιοργανώσει | θα έχω αποδιοργανώσει | να έχω αποδιοργανώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδιοργανώσει | είχες αποδιοργανώσει | θα έχεις αποδιοργανώσει | να έχεις αποδιοργανώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδιοργανώσει | είχε αποδιοργανώσει | θα έχει αποδιοργανώσει | να έχει αποδιοργανώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδιοργανώσει | είχαμε αποδιοργανώσει | θα έχουμε αποδιοργανώσει | να έχουμε αποδιοργανώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδιοργανώσει | είχατε αποδιοργανώσει | θα έχετε αποδιοργανώσει | να έχετε αποδιοργανώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδιοργανώσει | είχαν αποδιοργανώσει | θα έχουν αποδιοργανώσει | να έχουν αποδιοργανώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποδιοργανώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.