disorder

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
disorder disorders

Ετυμολογία

disorder < dis- + order

Ουσιαστικό

disorder (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) η διαταραχή
    a disorder of the digestive system - διαταραχή του πεπτικού συστήματος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη disease
  2. (μη μετρήσιμο) η ακαταστασία, η αταξία, η έλλειψη τάξης
    The room was in such disorder that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
    He took over management of the business himself, in order to bring some order into the disorder that prevailed.
    Aνέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησής του, για να βάλει κάποια τάξη στην αταξία που επικρατούσε.
     συνώνυμα:  chaos, disarray, disorganization, hot mess, mess και shambles

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.