shambles
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| shambles | shambles |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
shambles (en)
- σκηνή μεγάλης ακαταστασίας ή ερειπίων
- η ακαταστασία, το χάλι, τεράστια ανοργανωσιά
- σφαγείο, σκηνή αιματοχυσίας, σφαγής, μακελειό
- σφαγείο, τόπος σφαγής ζώων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.