shambles

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
shambles shambles

Προφορά

 

Ουσιαστικό

shambles (en)

  1. σκηνή μεγάλης ακαταστασίας ή ερειπίων
  2. η ακαταστασία, το χάλι, τεράστια ανοργανωσιά
    The room was in such shambles that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
    The road was in shambles.
    Ο δρόμος ήταν χάλια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη disorder
  3. σφαγείο, σκηνή αιματοχυσίας, σφαγής, μακελειό
  4. σφαγείο, τόπος σφαγής ζώων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.