εξαφάνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαφάνιση οι εξαφανίσεις
      γενική της εξαφάνισης* των εξαφανίσεων
    αιτιατική την εξαφάνιση τις εξαφανίσεις
     κλητική εξαφάνιση εξαφανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαφανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαφάνιση < εξαφανίζω + -ση

Ουσιαστικό

εξαφάνιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.