mess

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mess messes

mess (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (συνήθως ενικός) η ακαταστασία, τα χάλια, μια βρώμικη ή ακατάστατη κατάσταση
    The room was in such a mess that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
    The road was a mess.
    Ο δρόμος ήταν χάλια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη disorder
  2. (συνήθως ενικός) τα χάλια, μια κατάσταση που είναι γεμάτη προβλήματα, συνήθως λόγω έλλειψης οργάνωσης ή λόγω λαθών που έχει κάνει κάποιος
    Our national team is a mess right now.
    Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
    You’ve made a big mess of things!
    Πολύ τα περιέπλεξες τα πράγματα!
  3. (μόνο ενικός) τα χάλια, ένα άτομο που είναι βρόμικο ή του οποίου τα ρούχα και τα μαλλιά δεν είναι νοικοκυρεμένα
    You look a mess in those clothes.
    Έχεις τα χάλια σου μ' αυτά τα ρούχα.
  4. (μόνο ενικός, ανεπίσημο) τα χάλια, άτομο που έχει σοβαρά προβλήματα και είναι σε άσχημη ψυχική κατάσταση
    I feel like a mess today.
    Νιώθω χάλια σήμερα.

Συγγενικά

Ρήμα

ενεστώτας mess
γ΄ ενικό ενεστώτα messes
αόριστος messed
παθητική μετοχή messed
ενεργητική μετοχή messing

mess (en)

  • (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) ανακατεύω, κάνω κάτι βρώμικο ή ανάκατο
    I am messing someone’s hair.
    Ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου.

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
mess mess

Ουσιαστικό

mess (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.