απλογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλογραφία οι απλογραφίες
      γενική της απλογραφίας των απλογραφιών
    αιτιατική την απλογραφία τις απλογραφίες
     κλητική απλογραφία απλογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική haplography < αρχαία ελληνική ἁπλοῦς + γράφω [1]
για τη λογιστική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική single-entry
Μορφολογικά αναλύεται σε απλο- + -γραφία

Ουσιαστικό

απλογραφία θηλυκό

  1. (λογιστική) μέθοδος τήρησης λογιστικών βιβλίων με απλή χρονολογική καταγραφή των οικονομικών στοιχείων και πράξεων
     αντώνυμα: διπλογραφία
     δείτε τη λέξη απλογραφικός
  2. (φιλολογία) η αντιγραφή κάποιων στοιχείων ενός κειμένου ή χειρογράφου μία φορά από κάποιον αντιγραφέα, ενώ θα έπρεπε να γραφούν δύο φορές

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις απλός και γράφω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.