απλογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απλογραφικός | η | απλογραφική | το | απλογραφικό |
| γενική | του | απλογραφικού | της | απλογραφικής | του | απλογραφικού |
| αιτιατική | τον | απλογραφικό | την | απλογραφική | το | απλογραφικό |
| κλητική | απλογραφικέ | απλογραφική | απλογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απλογραφικοί | οι | απλογραφικές | τα | απλογραφικά |
| γενική | των | απλογραφικών | των | απλογραφικών | των | απλογραφικών |
| αιτιατική | τους | απλογραφικούς | τις | απλογραφικές | τα | απλογραφικά |
| κλητική | απλογραφικοί | απλογραφικές | απλογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απλογραφικός < απλογραφ(ία) + -ικός
Επίθετο
απλογραφικός, -ή, -ό
- (λογιστική) που έχει σχέση με την απλογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή
- ※ Εφόσον η επιχείρηση δεν συντάσσει ισολογισμό, δύναται, αντί του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο απλογραφικό λογιστικό σύστημα (τήρηση του γνωστού βιβλίου εσόδων – εξόδων) για την παρακολούθηση των συναλλαγών και μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων[1]
- ≠ αντώνυμα: διπλογραφικός
- (φιλολογία) που έχει σχέση με την απλογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απλογραφία, απλός και γράφω
Μεταφράσεις
απλογραφικός
|
|
Αναφορές
- Τα λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα . Δημοσίευση 2014-11-26. Αρχειοθέτηση 2019-08-12. Πρόσβαση 2021-08-18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.