απλησίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απλησίαστος | η | απλησίαστη | το | απλησίαστο |
| γενική | του | απλησίαστου | της | απλησίαστης | του | απλησίαστου |
| αιτιατική | τον | απλησίαστο | την | απλησίαστη | το | απλησίαστο |
| κλητική | απλησίαστε | απλησίαστη | απλησίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απλησίαστοι | οι | απλησίαστες | τα | απλησίαστα |
| γενική | των | απλησίαστων | των | απλησίαστων | των | απλησίαστων |
| αιτιατική | τους | απλησίαστους | τις | απλησίαστες | τα | απλησίαστα |
| κλητική | απλησίαστοι | απλησίαστες | απλησίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απλησίαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀπλησίαστος
Επίθετο
απλησίαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
- (μεταφορικά) που η τιμή τους ή η αξία τους είναι υψηλή και δύσκολο κάποιος φτωχότερος μπορεί να τα αγοράσει
- (παρωχημένο) μέλος της κατώτερης κοινωνικής κάστας στην Ινδία
Μεταφράσεις
απλησίαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.