απλησίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλησίαστος η απλησίαστη το απλησίαστο
      γενική του απλησίαστου της απλησίαστης του απλησίαστου
    αιτιατική τον απλησίαστο την απλησίαστη το απλησίαστο
     κλητική απλησίαστε απλησίαστη απλησίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλησίαστοι οι απλησίαστες τα απλησίαστα
      γενική των απλησίαστων των απλησίαστων των απλησίαστων
    αιτιατική τους απλησίαστους τις απλησίαστες τα απλησίαστα
     κλητική απλησίαστοι απλησίαστες απλησίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλησίαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀπλησίαστος

Επίθετο

απλησίαστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
     συνώνυμα: απρόσιτος, απροσπέλαστος
  2. (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις
     συνώνυμα: απρόσιτος, απροσπέλαστος, ανέφικτος
  3. (μεταφορικά) που η τιμή τους ή η αξία τους είναι υψηλή και δύσκολο κάποιος φτωχότερος μπορεί να τα αγοράσει
     συνώνυμα: απρόσιτος
  4. (παρωχημένο) μέλος της κατώτερης κοινωνικής κάστας στην Ινδία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.