intouchable

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ̃.tu.ʃabl/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό intouchable intouchables
θηλυκό intouchablee intouchablees

intouchable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ανάγγιχτος, που δεν μπορεί να αγγίζει κανείς
  2. που δεν πρέπει να αγγίζει κανείς
  3. (μεταφορικά) απρόσβλητος, απλησίαστος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
intouchable intouchables

intouchable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. στην Ινδία, άτομο που δεν ανήκει σε μια κάστα και θεωρείται ακάθαρτο, στο παλιό κοινωνικό ιεραρχικό σύστημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.