απασχολούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απασχολούμενος | η | απασχολούμενη | το | απασχολούμενο |
| γενική | του | απασχολούμενου | της | απασχολούμενης | του | απασχολούμενου |
| αιτιατική | τον | απασχολούμενο | την | απασχολούμενη | το | απασχολούμενο |
| κλητική | απασχολούμενε | απασχολούμενη | απασχολούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απασχολούμενοι | οι | απασχολούμενες | τα | απασχολούμενα |
| γενική | των | απασχολούμενων | των | απασχολούμενων | των | απασχολούμενων |
| αιτιατική | τους | απασχολούμενους | τις | απασχολούμενες | τα | απασχολούμενα |
| κλητική | απασχολούμενοι | απασχολούμενες | απασχολούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
απασχολούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.