υποαπασχόληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποαπασχόληση οι υποαπασχολήσεις
      γενική της υποαπασχόλησης* των υποαπασχολήσεων
    αιτιατική την υποαπασχόληση τις υποαπασχολήσεις
     κλητική υποαπασχόληση υποαπασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποαπασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποαπασχόληση < υπο- + απασχόληση, απασχόλη(σις) + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underemployment[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.a.paˈsxo.li.si/

Ουσιαστικό

υποαπασχόληση θηλυκό

  1. περιορισμένη απασχόληση ατόμου με λίγες ώρες εργασίας
      Φοβάμαι όμως ότι η ανία της υποαπασχολήσεως δεν ήταν το μοναδικό ελατήριο της πνευματικής του δραστηριότητας. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  2. (οικονομία) περιορισμένη προσφορά εργασίας είτε ως προς τις ώρες εργασίας, είτε ως προς τον αριθμό θέσεων εργασίας

Αντώνυμα

Συγγενικά

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.