υποαπασχόληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποαπασχόληση | οι | υποαπασχολήσεις |
| γενική | της | υποαπασχόλησης* | των | υποαπασχολήσεων |
| αιτιατική | την | υποαπασχόληση | τις | υποαπασχολήσεις |
| κλητική | υποαπασχόληση | υποαπασχολήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποαπασχολήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποαπασχόληση < υπο- + απασχόληση, απασχόλη(σις) + -ση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underemployment[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.a.paˈsxo.li.si/
Ουσιαστικό
υποαπασχόληση θηλυκό
- περιορισμένη απασχόληση ατόμου με λίγες ώρες εργασίας
- ※ Φοβάμαι όμως ότι η ανία της υποαπασχολήσεως δεν ήταν το μοναδικό ελατήριο της πνευματικής του δραστηριότητας. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
- (οικονομία) περιορισμένη προσφορά εργασίας είτε ως προς τις ώρες εργασίας, είτε ως προς τον αριθμό θέσεων εργασίας
Αντώνυμα
- υπεραπασχόληση
- πλήρης απασχόληση
Συγγενικά
και
Μεταφράσεις
υποαπασχόληση
Αναφορές
- υποαπασχόληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.