ασχόληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασχόληση | οι | ασχολήσεις |
| γενική | της | ασχόλησης* | των | ασχολήσεων |
| αιτιατική | την | ασχόληση | τις | ασχολήσεις |
| κλητική | ασχόληση | ασχολήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ασχολήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασχόληση < μεσαιωνική ελληνική ἀσχόλησις
Μεταφράσεις
ασχόληση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.