απασχολούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απασχολούμαι < μέση φωνή του μεσαιωνικού ρήματος απασχολώ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- χασομερώ
- είμαι αργόσχολος
- είμαι άνεργος
- είμαι άεργος
Σύνθετα
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απασχολούμαι | απασχολούμουν | θα απασχολούμαι | να απασχολούμαι | ||
| β' ενικ. | απασχολείσαι | απασχολούσουν | θα απασχολείσαι | να απασχολείσαι | ||
| γ' ενικ. | απασχολείται | απασχολούνταν | θα απασχολείται | να απασχολείται | ||
| α' πληθ. | απασχολούμαστε | απασχολούμασταν απασχολούμαστε |
θα απασχολούμαστε | να απασχολούμαστε | ||
| β' πληθ. | απασχολείστε | απασχολούσασταν απασχολούσαστε |
θα απασχολείστε | να απασχολείστε | απασχολείστε | |
| γ' πληθ. | απασχολούνται | απασχολούνταν | θα απασχολούνται | να απασχολούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απασχολήθηκα | θα απασχοληθώ | να απασχοληθώ | απασχοληθεί | ||
| β' ενικ. | απασχολήθηκες | θα απασχοληθείς | να απασχοληθείς | απασχολήσου | ||
| γ' ενικ. | απασχολήθηκε | θα απασχοληθεί | να απασχοληθεί | |||
| α' πληθ. | απασχοληθήκαμε | θα απασχοληθούμε | να απασχοληθούμε | |||
| β' πληθ. | απασχοληθήκατε | θα απασχοληθείτε | να απασχοληθείτε | απασχοληθείτε | ||
| γ' πληθ. | απασχολήθηκαν απασχοληθήκαν(ε) |
θα απασχοληθούν(ε) | να απασχοληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απασχοληθεί | είχα απασχοληθεί | θα έχω απασχοληθεί | να έχω απασχοληθεί | απασχολημένος | |
| β' ενικ. | έχεις απασχοληθεί | είχες απασχοληθεί | θα έχεις απασχοληθεί | να έχεις απασχοληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απασχοληθεί | είχε απασχοληθεί | θα έχει απασχοληθεί | να έχει απασχοληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απασχοληθεί | είχαμε απασχοληθεί | θα έχουμε απασχοληθεί | να έχουμε απασχοληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απασχοληθεί | είχατε απασχοληθεί | θα έχετε απασχοληθεί | να έχετε απασχοληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απασχοληθεί | είχαν απασχοληθεί | θα έχουν απασχοληθεί | να έχουν απασχοληθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.