παιδαγωγημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδαγωγημένος η παιδαγωγημένη το παιδαγωγημένο
      γενική του παιδαγωγημένου της παιδαγωγημένης του παιδαγωγημένου
    αιτιατική τον παιδαγωγημένο την παιδαγωγημένη το παιδαγωγημένο
     κλητική παιδαγωγημένε παιδαγωγημένη παιδαγωγημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδαγωγημένοι οι παιδαγωγημένες τα παιδαγωγημένα
      γενική των παιδαγωγημένων των παιδαγωγημένων των παιδαγωγημένων
    αιτιατική τους παιδαγωγημένους τις παιδαγωγημένες τα παιδαγωγημένα
     κλητική παιδαγωγημένοι παιδαγωγημένες παιδαγωγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παιδαγωγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παιδαγωγώ

Μετοχή

παιδαγωγημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.