εκπαιδευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπαιδευμένος η εκπαιδευμένη το εκπαιδευμένο
      γενική του εκπαιδευμένου της εκπαιδευμένης του εκπαιδευμένου
    αιτιατική τον εκπαιδευμένο την εκπαιδευμένη το εκπαιδευμένο
     κλητική εκπαιδευμένε εκπαιδευμένη εκπαιδευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπαιδευμένοι οι εκπαιδευμένες τα εκπαιδευμένα
      γενική των εκπαιδευμένων των εκπαιδευμένων των εκπαιδευμένων
    αιτιατική τους εκπαιδευμένους τις εκπαιδευμένες τα εκπαιδευμένα
     κλητική εκπαιδευμένοι εκπαιδευμένες εκπαιδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκπαιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπαιδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.pe.ðevˈme.nos/

Μετοχή

εκπαιδευμένος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.