ψύκτρα
Νέα ελληνικά (el)

Ψύκτρα από αλουμίνιο με ανεμιστήρα πάνω από τον επεξεργαστή ηλεκτρονικού υπολογιστή. Δίπλα της διακρίνεται μία μικρότερη ψύκτρα, χωρίς ανεμιστήρα, πάνω από άλλο ολοκληρωμένο κύκλωμα της μητρικής.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψύκτρα | οι | ψύκτρες |
| γενική | της | ψύκτρας | των | ψυκτρών |
| αιτιατική | την | ψύκτρα | τις | ψύκτρες |
| κλητική | ψύκτρα | ψύκτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψύκτρα (νεολογισμός) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψύκτρα ή ψύκ(της) + θηλυκό επίθημα -τρα, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική cooler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
ψύκτρα θηλυκό
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) συσκευή που φέρει μεταλλική ψυκτική επιφάνεια και συχνά ανεμιστήρα για την ψύξη ηλεκτρονικών εξαρτημάτων
- ↪ κάποιοι τύποι επεξεργαστών πωλούνται μαζί με την ψύκτρα τους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ψῠκτρᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ψύκτρᾱ | αἱ | ψύκτραι | |
| γενική | τῆς | ψύκτρᾱς | τῶν | ψυκτρῶν | |
| δοτική | τῇ | ψύκτρᾳ | ταῖς | ψύκτραις | |
| αιτιατική | τὴν | ψύκτρᾱν | τὰς | ψύκτρᾱς | |
| κλητική ὦ! | ψύκτρᾱ | ψύκτραι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψύκτρᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψύκτραιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Γνωρίζουμε το βραχύ ύψιλον από τον γνωστό πληθυντικό «ψύκτραι». | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ψύκτρα < αρχαία ελληνική (ψύχω) ψυκ- + -τρα
Ουσιαστικό
ψύκτρα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) πλέγμα πάνω στο οποίο ξεραίνονταν τα σύκα
- ※ τρασιά: ἡ τῶν σύκων ψύκτρα, παρὰ τὸ τερσαίνειν. ἤγουν τόπος, ἔνθα ξηραίνουσιν αὐτά. (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Τ)
Πηγές
- ψύκτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Με σημείωση: «στον πληθ. αἱ ψύκτραι»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.