απαχθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαχθείς & απαχθέντας |
η | απαχθείσα | το | απαχθέν |
| γενική | του | απαχθέντος & απαχθέντα |
της | απαχθείσας & απαχθείσης* |
του | απαχθέντος |
| αιτιατική | τον | απαχθέντα | την | απαχθείσα | το | απαχθέν |
| κλητική | απαχθείς & απαχθέντα |
απαχθείσα | απαχθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαχθέντες | οι | απαχθείσες | τα | απαχθέντα |
| γενική | των | απαχθέντων | των | απαχθεισών | των | απαχθέντων |
| αιτιατική | τους | απαχθέντες | τις | απαχθείσες | τα | απαχθέντα |
| κλητική | απαχθέντες | απαχθείσες | απαχθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μετοχή
απαχθείς, απαχθείσα, απαχθέν
- λόγια μετοχή που χρησιμεύει και στη νεοελληνική ως μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απάγω, εκείνος που έχει απαχθεί
- Τα λύτρα για τους απαχθέντες τουρίστες στην Κολομβία...
Ρηματικός τύπος
απαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγομαι
- θα απαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.