απάγκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απάγκιο τα απάγκια
      γενική του απάγκιου των απάγκιων
    αιτιατική το απάγκιο τα απάγκια
     κλητική απάγκιο απάγκια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απάγκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απάγκιος < αρχαία ελληνική ἄγκ(ος) + -ιος [1]
Για ετυμολογικές γραφές  δείτε τη λέξη απάγκειο

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpaŋ.ɟo/ & /aˈpa.ɟo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απάγκιο

Ουσιαστικό

απάγκιο ουδέτερο

  1. τόπος προφυλαγμένος από ανέμους, απάνεμος
     συνώνυμα: απανεμιά
  2. (μεταφορικά) καταφύγιο, προστασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

απάγκιο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.