απάγκειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απάγκειο τα απάγκεια
      γενική του απάγκειου των απάγκειων
    αιτιατική το απάγκειο τα απάγκεια
     κλητική απάγκειο απάγκεια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απάγκειο < απ(ό) + αρχαία ελληνική ἄγκ(ος) + -ειο κατά το σχήμα τέλος - τέλειος Κατά το Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινώτη[1], δε δικαιολογείται η ορθογραφία με -ιο, και η λέξη πιθανόν προέρχεται από αμάρτυρο επίθετο *απάγκειος.
Στο Λεξικό Γεωργακά[2] θεωρείται ουδέτερο επιθέτου, με επιπλέον άλλες γραφές  δείτε τη λέξη απάγκιος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpaŋ.ɟo/ & /aˈpa.ɟo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απάγκειο

Ουσιαστικό

απάγκειο ουδέτερο

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. απάγκειο -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.