αξιοσέβαστων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αξιοσέβαστων

  1. γενική πληθυντικού του αξιοσέβαστος
  2. γενική πληθυντικού του αξιοσέβαστη
  3. γενική πληθυντικού του αξιοσέβαστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.