αξιολογούν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣun/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐λο‐γούν
Κλιτικός τύπος μετοχής
αξιολογούν
Ρηματικός τύπος
αξιολογούν
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του αξιολογώ
- άλλες μορφές: αξιολογούνε
- παλιότερη γραφή: ἀξιολογοῦν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.