value

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
value values

value (en)

  1. αξία
  2. τιμή
  3. (προγραμματισμός) τιμή, περιεχόμενο μεταβλητής ή αποτέλεσμα συνάρτησης

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

Ρήμα

ενεστώτας value
γ΄ ενικό ενεστώτα values
αόριστος valued
παθητική μετοχή valued
ενεργητική μετοχή valuing

value (en)

  1. εκτιμώ, κρίνω την αξία ή την τιμή ενός πράγματος
    I fully value what you have done for me.
    Εκτιμώ πολύ ό,τι κάνατε για μένα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη respect
  2. εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση κάτι ή κάποιον, αναγνωρίζω την αξία του
    I am valuing the jewelry’s worth.
    Εκτιμώ την αξία κοσμημάτων.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη evaluate

  • value στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.