ονομαστική αξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονομαστική αξία οι ονομαστικές αξίες
      γενική της ονομαστικής αξίας των ονομαστικών αξιών
    αιτιατική την ονομαστική αξία τις ονομαστικές αξίες
     κλητική ονομαστική αξία ονομαστικές αξίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονομαστική αξία <  δείτε τις λέξεις ονομαστικός και αξία

Πολυλεκτικός όρος

ονομαστική αξία θηλυκό

  • (οικονομία) η αναγραφόμενη αξία σε νόμισμα ή άλλον οικονομικό τίτλο, σε αντίθεση με την αγοραστική αξία[1]
      Σημαντική αύξηση κατά 7,30 δισ. ευρώ σημείωσε κατά το α’ τρίμηνο του 2020 η ονομαστική αξία των κόκκινων δανείων που διαχειρίζονται οι εγχώριες ΕΔΑΔΠ και τα οποία έχουν μεταβιβαστεί από εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα σε εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού. (Κόκκινα δάνεια: Deals 30 δισ. ευρώ έως το τέλος Μαρτίου 2020, εφημ. Το Βήμα, 16 Ιουνίου 2020)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.