αντικειμενική αξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντικειμενική αξία | οι | αντικειμενικές αξίες |
| γενική | της | αντικεμενικής αξίας | των | αντικειμενικών αξιών |
| αιτιατική | την | αντικειμενική αξία | τις | αντικειμενικές αξίες |
| κλητική | αντικειμενική αξία | αντικειμενικές αξίες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικειμενική αξία < → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και αξία
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.ci.me.niˈci aˈksi.a/
Πολυλεκτικός όρος
αντικειμενική αξία θηλυκό
- (οικονομία) η αξία που έχει ένα ακίνητο σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό[1]
- ※ η συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων προσεγγίζει το 1 τρις ευρώ, ενώ 120 δισ. ευρώ περίπου είναι σε καταθέσεις νοικοκυριών με πολύ χαμηλά επιτόκια. (Στο 1 τρισ. ευρώ η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, εφημερίδα Ναυτεμπορική, 17 Ιουνίου 2020)
Μεταφράσεις
αντικειμενική αξία
Αναφορές
- αντικειμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.