αξέστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξέστρωτος | η | αξέστρωτη | το | αξέστρωτο |
| γενική | του | αξέστρωτου | της | αξέστρωτης | του | αξέστρωτου |
| αιτιατική | τον | αξέστρωτο | την | αξέστρωτη | το | αξέστρωτο |
| κλητική | αξέστρωτε | αξέστρωτη | αξέστρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξέστρωτοι | οι | αξέστρωτες | τα | αξέστρωτα |
| γενική | των | αξέστρωτων | των | αξέστρωτων | των | αξέστρωτων |
| αιτιατική | τους | αξέστρωτους | τις | αξέστρωτες | τα | αξέστρωτα |
| κλητική | αξέστρωτοι | αξέστρωτες | αξέστρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξέστρωτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀξέστρωτος < ἀ- + ξεστρώνω + -τος < ξε- + στρώνω < (ελληνιστική κοινή) στρωννύω / στρώννυμι < αρχαία ελληνική στόρνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)
- αξέστρωτος < α- πλεοναστικό + ξέστρωτος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈkse.stɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξέ‐στρω‐τος
Επίθετο
αξέστρωτος, -η, -ο
Αναφορές
- αξέστρωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.