άστρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστρωτος η άστρωτη το άστρωτο
      γενική του άστρωτου της άστρωτης του άστρωτου
    αιτιατική τον άστρωτο την άστρωτη το άστρωτο
     κλητική άστρωτε άστρωτη άστρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστρωτοι οι άστρωτες τα άστρωτα
      γενική των άστρωτων των άστρωτων των άστρωτων
    αιτιατική τους άστρωτους τις άστρωτες τα άστρωτα
     κλητική άστρωτοι άστρωτες άστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άστρωτος < αρχαία ελληνική ἄστρωτος

Επίθετο

άστρωτος

  1. που δεν έχει στρωθεί, που δεν το έχουν στρώσει
  2. (μεταφορικά) δυσκολοδιάβατος
  3. ο χωρίς επίστρωμα
    άστρωτος δρόμος

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.