fraŭlo

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

fraŭlo < γερμανικά Fräulein + -o

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfɾaw.lo/
 

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fraŭlofraŭloj
αιτιατική fraŭlonfraŭlojn

fraŭlo (eo)

Σημειώσεις

Αν και fraŭlo σημαίνει τον ανύπαντρο άνδρα, δεν χρησιμοποιείται ως προσφώνηση, όπως αυτό συμβαίνει με τις λέξεις sinjoro, sinjorino, και fraŭlino.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.