ύπανδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ύπανδρος | η | ύπανδρη | το | ύπανδρο |
| γενική | του | ύπανδρου | της | ύπανδρης | του | ύπανδρου |
| αιτιατική | τον | ύπανδρο | την | ύπανδρη | το | ύπανδρο |
| κλητική | ύπανδρε | ύπανδρη | ύπανδρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ύπανδροι | οι | ύπανδρες | τα | ύπανδρα |
| γενική | των | ύπανδρων | των | ύπανδρων | των | ύπανδρων |
| αιτιατική | τους | ύπανδρους | τις | ύπανδρες | τα | ύπανδρα |
| κλητική | ύπανδροι | ύπανδρες | ύπανδρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ύπανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕπανδρος < ὑπό + ἀνήρ (ὑπὸ τὸν ἄνδρα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pan.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐παν‐δρος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άντρας
Μεταφράσεις
ύπανδρος
|
Πηγές
- ύπανδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.