ανυμέναιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυμέναιος η ανυμέναιη το ανυμέναιο
      γενική του ανυμέναιου της ανυμέναιης του ανυμέναιου
    αιτιατική τον ανυμέναιο την ανυμέναιη το ανυμέναιο
     κλητική ανυμέναιε ανυμέναιη ανυμέναιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυμέναιοι οι ανυμέναιες τα ανυμέναια
      γενική των ανυμέναιων των ανυμέναιων των ανυμέναιων
    αιτιατική τους ανυμέναιους τις ανυμέναιες τα ανυμέναια
     κλητική ανυμέναιοι ανυμέναιες ανυμέναια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυμέναιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνυμέναιος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.niˈme.ne.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανυμέναιος

Επίθετο

ανυμέναιος, -η, -ο

  • που είναι ανύπαντρος
      Στό ἀναμεταξύ αὐτός ἔχει καβατζάρει τά πενήντα, τά γερατειά καταφθάνουν, ὁ θάνατος καραδοκεῖ∙ καί κάθε μέρα πού ἡ Μαρία μένει ἀνυμέναιη στήν καμπούρα του εἶναι μιά μέρα χαμένης χαρᾶς κι ἀμεριμνησίας γιά ἐκεῖνον.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.