ανόσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανόσιος η ανόσια το ανόσιο
      γενική του ανόσιου της ανόσιας του ανόσιου
    αιτιατική τον ανόσιο την ανόσια το ανόσιο
     κλητική ανόσιε ανόσια ανόσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανόσιοι οι ανόσιες τα ανόσια
      γενική των ανόσιων των ανόσιων των ανόσιων
    αιτιατική τους ανόσιους τις ανόσιες τα ανόσια
     κλητική ανόσιοι ανόσιες ανόσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανόσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνόσιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + όσιος (αρχαία ελληνική ὅσιος)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈno.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανόσιος

Επίθετο

ανόσιος

  1. που δεν τηρεί τους θείους νόμους, ανίερος, ασεβής
  2. αποτρόπαιος, βδελυρός, ανήθικος
    ανόσιο έγκλημα, ανόσιες πράξεις
     συνώνυμα: ειδεχθής

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη όσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.