όσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | όσιος | η | όσια & οσία |
το | όσιο |
| γενική | του | όσιου & οσίου |
της | όσιας & οσίας |
του | όσιου & οσίου |
| αιτιατική | τον | όσιο | την | όσια & οσία |
το | όσιο |
| κλητική | όσιε | όσια & όσια |
όσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | όσιοι | οι | όσιες | τα | όσια |
| γενική | των | όσιων & οσίων |
των | όσιων & οσίων |
των | όσιων & οσίων |
| αιτιατική | τους | όσιους & οσίους |
τις | όσιες | τα | όσια |
| κλητική | όσιοι | όσιες | όσια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- όσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὅσιος (αρχαία σημασία: ευσεβής, σύμφωνος με τα θεία) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐σι‐ος
Επίθετο
όσιος, -ια/ία, -ιο
Εκφράσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
όσιος
|
|
Αναφορές
- όσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- όσιος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'όσιος'.
- Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.