ανυπόμονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπόμονος η ανυπόμονη το ανυπόμονο
      γενική του ανυπόμονου της ανυπόμονης του ανυπόμονου
    αιτιατική τον ανυπόμονο την ανυπόμονη το ανυπόμονο
     κλητική ανυπόμονε ανυπόμονη ανυπόμονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπόμονοι οι ανυπόμονες τα ανυπόμονα
      γενική των ανυπόμονων των ανυπόμονων των ανυπόμονων
    αιτιατική τους ανυπόμονους τις ανυπόμονες τα ανυπόμονα
     κλητική ανυπόμονοι ανυπόμονες ανυπόμονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυπόμονος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυπόμονος < ἀν- στερητικό (αν) + αρχαία ελληνική ὑπομον(ή) + -ος [1]

Επίθετο

ανυπόμονος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.