ανυπομονησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυπομονησία οι ανυπομονησίες
      γενική της ανυπομονησίας των ανυπομονησιών
    αιτιατική την ανυπομονησία τις ανυπομονησίες
     κλητική ανυπομονησία ανυπομονησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανυπομονησία < α(στερητικό) + υπομονή

Ουσιαστικό

ανυπομονησία θηλυκό

η διαδικασία προσμονής χωρίς τη δυνατότητα αναμονής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.