ανυπομόνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπομόνευτος η ανυπομόνευτη το ανυπομόνευτο
      γενική του ανυπομόνευτου της ανυπομόνευτης του ανυπομόνευτου
    αιτιατική τον ανυπομόνευτο την ανυπομόνευτη το ανυπομόνευτο
     κλητική ανυπομόνευτε ανυπομόνευτη ανυπομόνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπομόνευτοι οι ανυπομόνευτες τα ανυπομόνευτα
      γενική των ανυπομόνευτων των ανυπομόνευτων των ανυπομόνευτων
    αιτιατική τους ανυπομόνευτους τις ανυπομόνευτες τα ανυπομόνευτα
     κλητική ανυπομόνευτοι ανυπομόνευτες ανυπομόνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυπομόνευτος < ανυπομονεύ(ω) + -τος

Επίθετο

ανυπομόνευτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.