ανυπομόνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανυπομόνευτος | η | ανυπομόνευτη | το | ανυπομόνευτο |
| γενική | του | ανυπομόνευτου | της | ανυπομόνευτης | του | ανυπομόνευτου |
| αιτιατική | τον | ανυπομόνευτο | την | ανυπομόνευτη | το | ανυπομόνευτο |
| κλητική | ανυπομόνευτε | ανυπομόνευτη | ανυπομόνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανυπομόνευτοι | οι | ανυπομόνευτες | τα | ανυπομόνευτα |
| γενική | των | ανυπομόνευτων | των | ανυπομόνευτων | των | ανυπομόνευτων |
| αιτιατική | τους | ανυπομόνευτους | τις | ανυπομόνευτες | τα | ανυπομόνευτα |
| κλητική | ανυπομόνευτοι | ανυπομόνευτες | ανυπομόνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανυπομόνευτος < ανυπομονεύ(ω) + -τος
Συγγενικά
- ανυπομόνευτα
- ανυπομονεύω
- → δείτε τις λέξεις ανυπόμονος και υπομονή
Μεταφράσεις
ανυπομόνευτος
|
Πηγές
- ανυπομόνευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.