βενζιναντλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βενζιναντλία | οι | βενζιναντλίες |
| γενική | της | βενζιναντλίας | των | βενζιναντλιών |
| αιτιατική | τη | βενζιναντλία | τις | βενζιναντλίες |
| κλητική | βενζιναντλία | βενζιναντλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βενζιναντλία θηλυκό
Μεταφράσεις
βενζιναντλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.