τρόμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρόμπα οι τρόμπες
      γενική της τρόμπας των (τρομπών)
    αιτιατική την τρόμπα τις τρόμπες
     κλητική τρόμπα τρόμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tromba

Ουσιαστικό

τρόμπα θηλυκό

  1. η αντλία
  2. η συσκευή ψεκασμού που περιέχει ενσωματωμένη τρόμπα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.