τρόμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρόμπα | οι | τρόμπες |
| γενική | της | τρόμπας | των | (τρομπών) |
| αιτιατική | την | τρόμπα | τις | τρόμπες |
| κλητική | τρόμπα | τρόμπες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tromba
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.