αεραντλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεραντλία οι αεραντλίες
      γενική της αεραντλίας των αεραντλιών
    αιτιατική την αεραντλία τις αεραντλίες
     κλητική αεραντλία αεραντλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεραντλία (μεταφραστικό δάνειο) αγγλ. air pump < αέρας + αντλία

Ουσιαστικό

αεραντλία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.